Η Ιερωσύνη

Δημοσιεύτηκε στις 10.08.2016 στην κατηγορία Γνωρίζοντας τα Μυστήρια

Η Ιερωσύνη 

Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά 
Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 172-178.

 

Πόσων ειδών ιερωσύνη έχουμε; 

 

Δύο∙ την ειδική και τη γενική. Με την ειδική ίερωσύνη παρέχονται στην Εκκλησία οι ιερείς, οι ποιμένες και οι διδάσκαλοι της, το ιερατείο γενικά που διοικεί και κατευθύνει το πλήρωμα της Εκκλησίας. Είναι δε η ίερωσύνη το θεοσύστατο μυστήριο, κατά το όποιο οι επιθυμούντες να προσέλθουν στις τάξεις του ιερού κλήρου προβιβάζονται δια της χειροτονίας από επισκόπους σε έναν από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς, διάκονο, πρεσβύτερο και επίσκοπο. Ενώ δε τους ιερείς και διακόνους χειροτονεί ένας επίσκοπος, τον επίσκοπο χειροτονούν δύο ή και περισσότεροι επίσκοποι. Η χάρη που χορηγείται στους χειροτονημένους τους ενισχύει στο να αναλάβουν θεοφιλώς το τόσο υψηλό και ιερό έργο τους. 

 

Το μυστήριο της ιερωσύνης είναι ένα, διακρίνονται όμως σ' αυτό τρεις ξεχωριστοί ιερατικοί βαθμοί: του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. 

Περί των διακόνων μαρτυρεί η αγία Γραφή (Πραξ. 6,1). Οι Απόστολοι όρισαν επτά άνδρες ικανούς και ενάρετους στους οποίους μετά από προσευχή επέθηκαν τας χείρας και τους ανέδειξαν με τη χάρη του Θεού σε διακόνους, πρωταρχικά για να επιστατούν στη δίκαιη κατανομή του σιτηρεσίου, που είχε συστήσει η πρώτη Εκκλησία για τους φτωχούς. Παράλληλα είχαν και ευρύτερα πνευματικά καθήκοντα, το κήρυγμα του λόγου του Θεού (ο διάκονος Στέφανος) και την πνευματική διαποίμανση 

των πιστών. Οι διάκονοι είναι βοηθοί των επισκόπων και πρεσβυτέρων στο ιερατικό έργο τους και πρωτοστατούν στο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας. 

 

Οι πρεσβύτεροι μνημονεύονται επίσης στην αγία Γραφή. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας, περιοδεύοντες τις κατά τόπους Εκκλησίες, χειροτονούσαν πρεσβυτέρους για τις πνευματικές ανάγκες των πιστών (Πραξ. 14,23). Οι πρεσβύτεροι τελούν τα ιερά μυστήρια (εκτός από το μυστήριο της ιερωσύνης), κηρύττουν το λόγο του Θεού και ποιμαίνουν πνευματικώς το ποίμνιο της ενορίας τους. Τελούν ό,τι και ο επίσκοπος, εκτός άπό το μυστήριο της ίερωσύνης, τα εγκαίνια ναών και τον καθαγιασμό του αγίου Μύρου.

 

Αν και στην αποστολική εποχή εναλλάσσονταν οι όροι πρεσβύτερος και επίσκοπος, εν τούτοις στη Γραφή μνημονεύεται ο ειδικός ιερατικός βαθμός του επισκόπου. Ο Παύλος χειροτόνησε επισκόπους τον Τιμόθεο στην Αντιόχεια και τον Τίτο στην Κρήτη (Τιτ. 1,5. Ομοίως και οι επίσκοποι-άγγελοι των Εκκλησιών, περί των οποίων γίνεται λόγος στην Ιερά Αποκάλυψη: 2, 1.12.18. 3, 1.7.14 ). Ο βαθμός τοϋ επισκόπου είναι ο ανώτατος ιερατικός βαθμός. Ο επίσκοπος συγκεντρώνει στα χέρια του ολόκληρη την εξουσία της Εκκλησίας, πνευματική, δικαστική και διοικητική. Είναι η ορατή κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας. Σ' αυτόν πρέπει να πειθαρχούν το σώμα του ιερατείου και των πιστών. Χωρίς τον επίσκοπο δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία. Αυτά σε γενικότατες γραμμές περί της ειδικής ιερωσύνης. 

 

Παράλληλα όμως με αυτή υπάρχει στην Εκκλησία και η γενική ιερωσύνη. Αυτή αγαπούν ιδιαίτερα οι Προτεστάντες, οι οποίοι απορρίπτουν την ειδική ίερωσύνη. Κατ' αυτούς, ιερείς δεν είναι μια ορισμένη τάξη πιστών που δέχονται το ανύπαρκτο γι' αυτούς μυστήριο της ιερωσύνης, αλλά ολόκληρος ο λαός του Θεού, σύμφωνα με τις περί αοράτου Εκκλησίας αντιλήψεις τους, 

 

Στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία υπάρχει η ιδέα της γενικής ιερωσύνης, όχι όμως όπως τη φαντάζονται οι Διαμαρτυρόμενοι. Κι εμείς δεχόμαστε τη γενική ιερωσύνη, όχι όμως στον αποκλεισμό της ειδικής, αλλά σε παράλληλη συμπαράθεση. Κατά το ορθόδοξο δόγμα οι πιστοί, ως βασίλειο ιεράτευμα (Α΄ Πετρ. 2,9), είναι ιερείς του Θεού κατά μια γενική έννοια, με βάση το ιερό χρίσμα, τη σφραγίδα του Θεού, που έλαβαν από το Πνεύμα του Θεού. Κάθε πιστός μπορεί και πρέπει να ασκεί, κατά γενικό φυσικά τρόπο, το τρισσό λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού, όπως το ασκούν και οι ιερείς. Έτσι μπορεί να ασκεί το προφητικό αξίωμα, κηρύττοντας το λόγο του Θεού και καθιστώντας γνωστή τη λυτρωτική θεία αλήθεια, το αρχιερατικό, προσφέροντας τη ζωή του με τα ενάρετα έργα και τους πνευματικούς αγώνες του λογική και ευάρεστη θυσία στο Θεό και, τέλος, το βασιλικό, εξουσιάζοντας τα πάθη του και νικώντας δια της αρετής του τους εχθρούς της πίστεως και το διάβολο. 

 

Η γενική ίερωσύνη δεν έρχεται σε σύγκρουση ούτε καταργεί την ειδική. Αυτό βλέπουμε σαφώς στην Π. Διαθήκη, όπου το βασίλειο ιεράτευμα του λαού, το έθνος το άγιο (Εξ. 19, 6), δεν ερχόταν σε σύγκρουση με το ειδικό ιερατείο, το όποιο με απόφαση του Θεού λαμβανόταν από την οικογένεια του Ααρών. Το ειδικό αυτό ιερατείο ήταν αναμφισβήτητο, όσοι δε απετόλμησαν να το αμφισβητήσουν τιμωρήθηκαν αυστηρά από το Θεό (Β΄ Παραλ. 26,19 καιΑριθμ. 16,32). 

  

Ο ιερός κλήρος της Εκκλησίας πρέπει να είναι άγαμος; 

 

Αυτό είναι το ιδεώδες. Ένας κλήρος ελεύθερος οικογενεια- κών περισπασμών και ολόψυχα αφοσιωμένος στην υψηλή του αποστολή, μπορεί πολλά να προσφέρει για τη χριστοποίηση της κοινωνίας και τη δόξα του Θεού επί της γης. Το ιδεώδες όμως, αν και ευκταίο και επιθυμητό, δεν είναι πάντοτε εφικτό. Εκείνοι που πνίγουν τη φωνή της σάρκας τους δεν είναι πολλοί. Την αγαμία -και υποτίθεται και τη συνημμένη με αυτή παρθενία- δεν μπορούν οι πάντες να υποφέρουν. Είναι χάρισμα δοσμένο από το Θεό σε λίγους (Ματθ. 19, 11). Αν όμως η Εκκλησία απέβλεπε στους λίγους αυτούς για να επανδρώσει τον ιερό κλήρο της, θα είχε πολλά και οξύτατα προβλήματα. Αυτό συμβαίνει με ιδιαίτερη οξύτητα σήμερα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία, ως γνωστό, έχει απ' αρχής θεσπίσει την καθολική αγαμία του κλήρου της. Ότι η καθολική αγαμία του κλήρου αποτελεί βαρύτατο και επικίνδυνο θεσμό, βεβαίωσε το Πνεύμα του Θεού στην πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο, στο πρόσωπο του μοναχού Παφνουτίου, ο όποιος διαμαρτυρήθηκε έντονα εναντίον ασκητικών τάσεων στη Σύνοδο, που θέλησαν να επιβάλουν τη γενική αγαμία στον ιερό κλήρο της Εκκλησίας. Η άποψη του ασκητή Παφνουτίου επικράτησε και η Εκκλησία σώθηκε από έναν πολύ ζημιογόνο θεσμό. 

 

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία έγγαμοι είναι οι ιερατικοί βαθμοί του διακόνου και του πρεσβυτέρου. Οι επίσκοποι λαμβάνονται εξ αγάμων. Ο γάμος φυσικά δεν είναι ασυμβίβαστος με το Ιερατικό τους αξίωμα. Απόδειξη, ότι στην αρχαία Εκκλησία υπήρχαν και έγγαμοι επίσκοποι (Γρηγόριος Νύσσης, Σπυρίδων Τριμυθούντος κ.α.). Η αγαμία των επισκόπων θεσπίστηκε στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο για πρακτικούς κυρίως λόγους (ανάμειξη των τέκνων των επισκόπων στην εκκλησιαστική περιουσία κ.λπ.). 

 

Το θέμα του προαιρετικού γάμου των επισκόπων μπορεί να συζητηθεί από την Εκκλησία, αν το επιτρέψουν οι ειδικές συνθήκες ζωής του πληρώματος και καταστεί πρόβλημα καίριο στην εκκλησιαστική ζωή. Βέβαια το τεσσαρακοστό έτος, που πολύ σοφά θεσπίζουν οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας για τη χειροτονία των επισκόπων, είναι πολύ ώριμο και οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν δοκιμάσει επαρκώς (εαυτούς), εάν και κατά πόσο μπορούν να αναλάβουν νικηφόρα το σκληρό της αγαμίας ζυγό. 

  

Γιατί απαγορεύεται η χειροτονία στις γυναίκες; 

 

Η χειροτονία των γυναικών απαγορεύεται απολύτως στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία και στη Ρωμαιοκαθολική. Στους Προτεστάντες δεν τίθεται ζήτημα, μια και αυτοί δεν έχουν ιερωσυνη και ιερείς. Το θέμα έχει ειδική σημασία μόνο για τους Αγγλικανούς, οι όποιοι, αν και δέχονται το μυστήριο της ιερωσύνης, προβαίνουν -όχι βέβαια χωρίς αντίδραση στους κόλπους τους- σε χειροτονία γυναικών. Από ορθόδοξη πλευρά το ολίσθημα τους αυτό θεωρείται τόσο μεγάλο, ώστε απειλείται η διακοπή του θεολογικού διαλόγου, που διεξάγει σήμερα η Εκκλησία μας μαζί τους. 

Εξ αρχής πρέπει να τονισθεί ότι η χειροτονία των γυναικών δεν είναι ζήτημα δογματικό. Δεν υπάρχει τίποτε στη γυναίκα, υποκειμενικό η αντικειμενικό, το οποίο να κωλύει την Ιερατική χάρη να λειτουργήσει μέσα της. Στο κράτος της χάριτος η γυναίκα έχει απόλυτη ισοτιμία με τον άνδρα. Είναι «εικών» Θεού σε ίση μοίρα με αυτόν. Φέρει το χρίσμα του Θεού απαράλλακτα όπως και εκείνος. Μετέχει μαζί του στη γενική ιερωσύνη και μπορεί επίσης να τελέσει το έκτακτο βάπτισμα ανάγκης. Η γυναίκα είναι σώμα Χριστού σε ισοτιμία με τον άνδρα. 

 

Ούτε πάλι ευσταθούν διάφοροι άλλοι λόγοι που προσάγονται για να δικαιολογήσουν τη μη χειροτονία των γυναικών, π.χ. ο βιολογικός κύκλος της γυναικείας φύσεως, η έλλειψη σωματικής και ψυχικής δυνάμεως για την ανάληψη ενός τόσο δύσκολου έργου, που απαιτεί αντοχή και πολλές ψυχικές κυρίως δυνάμεις κ.α. Το επιχείρημα του βιολογικού κύκλου δεν είναι πειστικό, γιατί μπορεί να χειροτονηθεί η γυναίκα μετά το τέλος του κύκλου αυτού. Όσο για την έλλειψη δυνάμεων, η θέση αυτή έχει ξεπερασθεί από τα πράγματα. Οι γυναίκες έχουν καταλάβει σχεδόν όλες τις θέσεις που παλαιότερα θεωρούνταν ότι ανήκαν αποκλειστικά στους άνδρες. 

 

Η μη χειροτονία των γυναικών είναι μάλλον ζήτημα εκκλησιαστικής και λειτουργικής ευταξίας. Είναι αρχαιοπαράδοτος θεσμός στην Εκκλησία. Κανείς ποτέ δε διανοήθηκε να τον αμφισβητήσει και να θέσει θέμα συμμετοχής των γυναικών στη διακονία του ιερού θυσιαστηρίου. 

 

Το ζήτημα εθεωρείτο αυτονόητο. Μόνο σε αιρετικούς κύκλους (Μοντανιστές) οι γυναίκες είχαν μετοχή στην προφητεία και τα ενθουσιαστικά εκστατικά φαινόμενα της αίρέ-σεως. Ότι όμως ήταν ζήτημα λειτουργικής τάξεως, φαίνεται και εκ της απαγορεύσεως του Παύλου στις γυναίκες να λαλούν στις λατρευτικές συνάξεις των πιστών (Α΄Κορ. 14, 34). 

 

Η Εκκλησία είναι μία ιεραρχικώς οργανωμένη κοινωνία. Έχει χαρίσματα, λειτουργίες και διακονήματα, τα όποια κατανέμει το Πνεύμα του Θεού, όπως βούλεται (Α΄Κορ. 12, 4-11). Αλλά και η λειτουργία της που είναι έκφραση της πίστεως και της ευσέβειας της, πρέπει να είναι στο ίδιο μέτρο ιεραρχημένη και πειθαρχημένη. Την κύρια θέση στο ναό έχει ο άνδρας. Έτσι έχει ορίσει τα πράγματα το ήθος και το έθος της Εκκλησίας. Είναι ο ιερέας και ο λειτουργός εκείνος, στο πρόσωπο του οποίου πρέπει να πειθαρχείται η ευχαριστιακή λατρεία της Εκκλησίας. Η γυναίκα μετέχει στη θεία λατρεία και έχει άλλα δευτερεύοντα καθήκοντα και λειτουργήματα σ' αυτή. Έχει όλα τα δικαιώματα που έχουν γενικά οι λαϊκοί. Όχι όμως και πρόσβαση στο ιερό θυσιαστήριο. Αυτό απαγορεύεται πλήρως. 

Η γυναίκα, βέβαια, η οποία μέχρι τώρα δεχόταν αδιαμαρτύρητα τη θέση της αυτή, τον τελευταίο καιρό άρχισε να εγείρει αξιώσεις. Την απαγόρευση της χειροτονίας της θεωρεί ως υποτίμηση της προσωπικότητας της και καταπάτηση του ιερού της δικαιώματος. Δεν κατανοεί το λόγο αποκλεισμού της εκ του μυστηρίου της ίερωσύνης, μια και δεν υπάρχει δογματικό κώλυμα σ' αυτό. Δεν έχει όμως δίκαιο. Η προσωπικότητα της δεν υποτιμάται, όπως δεν υποτιμάται και η προσωπικότητα των πολιτών, όταν δεν μπορούν όλοι να κυβερνήσουν το κράτος. Το παράδειγμα φυσικά δεν είναι ισχυρό. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα από το σύνταγμα να κυβερνήσουν το κράτος. Η γυναίκα αντιθέτως εκ προοιμίου δεν έχει τη δυνατότητα προσβάσεως στη χειροτονία. Εν πάση περιπτώσει η προσωπικότητα της πιστής γυναίκας όχι μόνο δεν υποτιμάται, αλλά αντιθέτως εξαίρεται και αναδεικνύεται όταν πειθαρχεί στο κανονικό έθος της Εκκλησίας. Οι άλλες διεκδικήσεις της μπορεί να είναι εκ του πονηρού και να επιφέρουν μεγάλες αναστατώσεις στην εύτακτη και απρόσκοπτη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας. Και έναν τελευταίο λόγο. Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε και ο σημαντικότατος θεσμός των διακονισσών.

 

Πηγή: Αποστολική Διακονία

all rights reserved | developed & hosted by Jetnet ©